- τριακοντάφυλλον
- τριακοντάφυλλοςone who has never read more than thirty pagesmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριακοντάφυλλος — ον, Μ το ουδ. ως ουσ. τὸ τριακοντάφυλλον το τριαντάφυλλο («ῥόδον, τὸ κοινῶς τριακοντάφυλλον», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + φυλλος (< φύλλον)] … Dictionary of Greek
τριακονταφυλλοκόκκινος — ον, Μ αυτός που έχει το κόκκινο χρώμα τού τριαντάφυλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριακοντάφυλλον + κόκκινος] … Dictionary of Greek